θαλαμηϊάδης

θαλαμηϊάδης
θᾰλᾰμ-ηϊάδης, ου, ,
A son of the θαλάμη or hole, comic patron. of the tunny, Matro Conv.53.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θαλαμηιάδης — θαλαμηϊάδης, ό (Α) (κωμικό επίθ. τού ψαριού τόνος) ο γιος τής θαλάμης, τής τρύπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλαμήιος* + κατάλ. άδης, δηλωτική τής καταγωγής (πρβλ. Ασκληπι άδης, Νηληι άδης)] …   Dictionary of Greek

  • θαλαμηιάδαο — θαλαμηιάδᾱο , θαλαμηιάδης son of the masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”